-
1 πηδάω
Aπαδῇ Sophr.20
; [dialect] Lacon. imper. (lyr.); [dialect] Ion. part. πηδεῦντα, πηδεῦσαι, Herod. 3.96, 4.61 : [tense] fut. - ήσομαι Thphr.Char.21.6, ( ἐπι-) Pl.Ly. 216a, ( προς-) Alex.124.16; later - ήσω APl.4.54*, 142: [tense] aor.ἐπήδησα Il.14.455
, etc.: [tense] pf.πεπήδηκα Aesop.203
, ( ἀπο-) Hp.Art.47, (ἐκ-) X.HG7.4.37, ( ὑπερ-) D.23.73 :—[voice] Pass., [tense] plpf. ἐπεπήδητο (in act. sense) Hp.Nat.Puer.13:— leap, spring,ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα Il.21.269
, cf. 302 ;ἐς σκάφη π. S.Aj. 1279
;πρὸς πυγήν Hp.Nat.Puer.
l.c.; opp. βαδίζω, X.Cyn.5.31 ; of fish in the frying-pan, Eub.75.6, 109,al.: c. acc. cogn.,π. δυστυχῆ πηδήματα E.Or. 263
; π. μείζονα (sc. πηδήματα) S.OT 1300 (anap.); λαιψηρὰ π. E. Ion 717 (lyr.): c. acc. loci, πεδία π. bound over them, S.Aj.30;π. πλάκα E.Ba. 307
.II metaph. of things,οὐκ ὀΐω.. ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα Il.14.455
;πάλος.. 'πήδησεν εὐχάλκου κράνους A.Th. 459
; τροχοὶ π. E.Ph. 1194 : freq. of the heart or pulse, leap, throb,ἁ καρδία παδῇ Sophr.
l.c., cf. Pl.Smp. 215e : folld. by interrog. clause, ;κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος E.Hipp. 1352
;πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα Pl.Phdr. 251d
;αἱ σάρκες οἷα θερμὰ θερμὰ πηδεῦσαι Herod.4.61
; of the mind,πηδῶν ὁ θυμὸς ἔνδοθεν μαντεύεται Trag.Adesp.176
, cf. 390 ; of sudden change, ; ;π. πρός τινος εὐπραγίαν Philostr.VS2.25.4
. -
2 πηδαω
ион. тж. πηδέω, дор. πᾱδάω (fut. πηδήσομαι)1) прыгать, скакать(ὑψόσε Hom.; ἐς σκάφος Soph.)
πήδημα π. Eur. — сделать прыжок;πεδία π. Soph. — нестись (мчаться) по полю;τί πηδᾷς ἄλλοτ΄ εἰς ἄλλους τρόπους ; Eur. — отчего ты мечешься от одних чувств к другим?;τροχοὴ ἐπήδων Soph. — колеса (разбитых колесниц) разлетались;τρίτῳ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ΄πήδησεν Aesch. — третий жребий пал на Этеокла2) биться, трепетать(ἥ καρδία πηδᾷ Plat.)
-
3 Mood
subs.P. and V. τρόπος, ὁ, ἦθος, τό, ὀργή, ἡ.Why do you pass thus from one mood to another: V. τί δʼ ὧδε πηδᾶς ἄλλοτʼ εἰς ἄλλους τρόπους (Eur., Tro. 67).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mood
См. также в других словарях:
πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… … Dictionary of Greek